δικασπόλον

δικασπόλον
δικασπόλος
qu̲el
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δικασπόλος — δικασπόλος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που απονέμει το δίκαιο, ο δικαστής 2. φρ. «δικασπόλον σκῆπτρον» σκήπτρο, σύμβολο δικαστικής εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός τ. που απαντά και στους μτγν. ποιητές. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό προς τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”